λειτουργήσιμος

λειτουργήσιμος
λειτουργήσιμος, -ον (Α)
κατάλληλος για χρησιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειτουργησ- τού λειτουργώ μέσω αμάρτυρου *λειτούργησις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. αινέσ-ιμος < θ. αἰνέσ- τού αἰνῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λειτουργησίμων — λειτουργήσιμος for service masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”